- σκουληκιάζω
- Ν [σκουλήκι]γεμίζω σκουλήκια ή κατατρώγομαι από σκουλήκια (α. «μάς έφερε να φάμε σκουληκιασμένα σύκα» β. «σκουλήκιασε το τυρί»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκουληκιάζω — σκουληκιάζω, σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουληκιάζω — σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος, γεμίζω σκουλήκια: Σκουλήκιασαν τα αχλάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκζωούμαι — ἐκζωοῡμαι ( όομαι) (Α) σκουληκιάζω … Dictionary of Greek
ζωώ — ζωῶ, όω (AM) [ζωός] μσν. 1. δίνω ζωή, προικίζω κάποιον με ζωή 2. ανασταίνω αρχ. 1. ζωοποιώ, ζωογονώ, γονιμοποιώ 2. εμφυχώνω, ενθαρρύνω 3. παθ. ζωοῡμαι, όομαι α) δέχομαι, παίρνω ζωή β) (για φυτά που σαπίζουν) γεμίζω σκουλήκια, σκουληκιάζω … Dictionary of Greek
κατασκωληκιώ — κατασκωληκιῶ, άω (Μ) είμαι γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκωληκιῶ «σκουληκιάζω»] … Dictionary of Greek
σκουλήκιασμα — το, Ν [σκουληκιάζω] προσβολή από σκουλήκια … Dictionary of Greek
σκωληκιώ — σκωληκιῶ, άω, ΝΜΑ γεμίζω από σκουλήκια, σκουληκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + κατάλ. ιῶ τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναντ ιώ)] … Dictionary of Greek
σκωληκούμαι — όομαι, Α [σκώληξ, ηκος] κατατρώγομαι από σκουλήκια, σκουληκιάζω … Dictionary of Greek